- αλληλεγγύη
- Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης.
Η α. διακρίνεται σε φυσική, κοινωνική και ηθική. Οι φυσιολόγοι έχουν δύο απόψεις σχετικά με την α. Η πρώτη βασίζεται στην αδιάκοπη πάλη για την ύπαρξη μέσα στη φύση, με αποτέλεσμα την επικράτηση του ισχυρότερου. Παρόμοια πάλη χαρακτηρίζει και τα άτομα της κοινωνίας στην προσπάθειά τους για τελική επικράτηση. Πολλές φορές όμως, μπροστά στον κοινό εχθρό, τα άτομα αυτά αναγκάζονται να φτιάξουν συνασπισμούς που χαρακτηρίζονται από αισθήματα α. Η δεύτερη άποψη βασίζεται στον νόμο της φυσικής α. που χαρακτηρίζει την αλληλεξάρτηση και αμοιβαία συνεργασία σε όλα τα μέλη του ζωντανού οργανισμού και χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η ζωή. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής α., ο από τη φύση του κοινωνικός άνθρωπος διαμόρφωσε τις πρώτες ομάδες συμβίωσης, τις πρώτες κοινωνίες και μετά προχώρησε σε πιο εξελιγμένα πολιτειακά σχήματα. Η κοινωνική α. προσέφερε τη βάση για τη συνύπαρξη δυνατών και αδυνάτων. Η πολιτιστική συνέχεια που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτισμού βασίζεται στην αποδοχή των πολιτιστικών επιτευγμάτων της προηγούμενης γενιάς από τη νέα και αποδεικνύει καθαρά τη σημασία της κοινωνικής α. Η ηθική α. χαρακτηρίζει τα άτομα της κοινωνίας που προσφέρουν αυθόρμητα, χωρίς υστεροβουλία, βοήθεια στους συνανθρώπους τους. Η αληθινή ηθική α. βασίζεται στις αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης και εκδηλώνεται με την αγάπη που αποτελεί τον πιο γνήσιο και ισχυρό δεσμό της. Η ύπαρξη της ηθικής α. αποτελεί βασική προϋπόθεση της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου και παραλληλίζει την ενότητα του ανθρώπινου γένους με την ενότητα των μελών του ανθρώπινου σώματος.
* * *η (Α ἀλληλεγγύη) [ἀλληλέγγυος]αμοιβαία εγγύηση, νομική σχέση δύο ή περισσότερων προσώπων, κατά την οποία καθένα από αυτά ευθύνεται για ολόκληρο το αντικείμενο τής ενοχήςνεοελλ.αλληλοβοήθεια, υλική ή ηθική, ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας.
Dictionary of Greek. 2013.